ὑπεξίστημι

ὑπεξίστημι
ὑπεξ-ίστημι,
A alter gradually, Hsch.; esp. for the worse, perplex, Callistr.Stat.2.
II [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act., withdraw from,

τοῦ νεώ Luc.Am.17

;

τῆς πόλεως Plu.Cat.Mi.19

;

τῆς ἀγορᾶς Id.CG1

; ὑ. τῆς ἀρχῆς give up all claim to it,
Hdt.3.83: c. inf.,

ὑ. ἄρχειν Luc.Sat.6

.
2 c. acc., go out of the way of, avoid,

ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγον Pl.Phlb.43a

; cf.

ὑπεξέρχομαι 1

.
3 c. dat., give place to, make way for, X.Ath.1.10; yield to, give way to, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ, Plu.Sol.25, Cat.Mi. 35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπεξίστημι — Α 1. μετατρέπω κάπως, μεταβάλλω λίγο, ιδίως προς το χειρότερο 2. αποχωρώ κρυφά 3. (με γεν.) παραιτούμαι από αξίωση ή δικαίωμα («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», Ηρόδ.) 4. αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας τόπο σε κάποιον άλλον, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • υπέκστασις — άσεως, ἡ, Μ [ὑπεξίστημι] το να παραμερίζει κανείς στον δρόμο παραχωρώντας την θέση του σε κάποιον άλλον («θρόνων παραχωρήσεις καὶ ὁδῶν ὑπεκστάσεις», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”